- περιπατοῦντες
- περιπατέωwalk up and downpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)περιπατέωwalk up and downpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακεραιοσύνη — ἀκεραιοσύνη, η (Α) [ἀκέραιος] η απλότητα, αθωότητα «ἐν ἀκεραιοσύνῃ περιπατοῡντες» (Επιστ. Βαρνάβα, Σούδα) … Dictionary of Greek